ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΣΤΟ ΛΕΙΟΚΑΝΝΟ

Τα κατάλοιπα άλλων εποχών.

Το σημερινό άρθρο φιλοδοξεί να καταγράψει κάποιες απαιτήσεις σε παραγγελίες, κυρίως χειροποίητων όπλων, από τους πελάτες τους, που αποτελούν παρωχημένα κατάλοιπα παλιότερων συνηθειών, ανεβάζοντας συχνά εξωφρενικά το συνολικό κόστος της οπλοκατασκευής, χωρίς αυτή να κερδίζει τίποτε ούτε σε αισθητικό, ούτε σε λειτουργικό επίπεδο.

Πολλά καταναλωτικά αγαθά, μεταξύ αυτών και τα λειόκαννα κυνηγετικά όπλα, κατασκευάζονται σε μια «βασική έκδοση» και κυκλοφορούν παράλληλα σε εκδόσεις πιο «πλούσιες», φυσικά με επιπλέον οικονομική επιβάρυνση στην τιμή τους, ανάλογα με το κόστος και την ποσότητα των «extra» που περιλαμβάνουν. Αυτό συμβαίνει σε μια μεγάλη ομάδα καταναλωτικών αγαθών, ανάλογα δε με τις επιθυμίες του πελάτη, τα extra μπορούν να σχετίζονται μόνο με την εμφάνιση του προϊόντος, μόνο με την αναβάθμιση της λειτουργικής του κατάστασης ή με συνδυασμό και των δύο.

Μία βολή για ένα θήραμα
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το πλαγιόκαννο δίκαννο δεν κατασκευάστηκε με τη φιλοσοφία που χρησιμοποιείται σήμερα, δηλαδή ως ένα όπλο που προσφέρει δεύτερη δυνατότητα βολής στον κυνηγό για το ίδιο θήραμα. Η φιλοσοφία του, όσο κι αν αυτό φαντάζει παράξενο, ήταν να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από έναν κυνηγό, sportsman, που καταφέρνει δυσκολότερα επιτεύγματα από ότι η απόκτηση ενός θηράματος με μία βολή. Ουσιαστικά κατασκευάστηκε για να προσφέρει μία δυνατότητα στο κάθε ένα θήραμα ενός ζεύγους θηραμάτων που σηκώνονται κατά τη διάρκεια του κυνηγίου ή εισέρχονται στο καρτέρι.

Για πολλά χρόνια, δε, σε κάποιες χώρες, με προεξάρχουσα τη Μεγάλη Βρετανία, θεωρείτο ανορθόδοξο ως υποτιμητικό το να δοκιμάσει κανείς δεύτερη βολή στο ίδιο θήραμα, αν αστοχούσε στην πρώτη τουφεκιά. Από ‘κει και πέρα, οι Άγγλοι που καθοδήγησαν τις οπλοκατασκευές, τουλάχιστον στην Ευρώπη, έχοντας τη φήμη των καλύτερων και μεγαλύτερων οπλοκατασκευαστών, φρόντισαν να εμπλουτίσουν το κυνηγετικό λειόκαννο με αμέτρητες ευρεσιτεχνίες (πατέντες), κάποιες από τις οποίες ήταν απόλυτα προσαρμοσμένες στις συνήθειες και τον τρόπο κυνηγίου μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ας δούμε κάποιες από αυτές.

Η αυτόματη ασφάλεια
Πολλά όπλα είναι κατασκευασμένα έτσι που με την πίεση του μοχλού ανοίγματος (πεταλούδας) και το άνοιγμα των καννών, έρχεται αυτόματα η ασφάλεια στη θέση ασφάλισης του όπλου. Αυτό θεωρείται για πολλούς συλλέκτες προσόν σε ένα όπλο και κάποιοι κυνηγοί επιδιώκουν να αποκτούν όπλα με σύστημα αυτόματης ασφάλειας. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι που τους ενδιαφέρει η λειτουργικότητα του όπλου, η προσαρμοσμένη στον σημερινό τρόπο κυνηγίου, ακόμη κι αν αποκτήσουν όπλο με αυτόματη ασφάλεια, καταφεύγουν σε έναν οπλουργό προκειμένου να απενεργοποιήσει το όλο σύστημα και η ασφάλεια να μπαίνει μόνο χειροκίνητα και εκουσίως από τους ίδιους.

Μεταξύ μας, σε όλους έχει τύχει να επωμίσουμε κάποτε, να παρακολουθήσουμε την πορεία ενός θηράματος και την κρίσιμη στιγμή που περιμένουμε την επιβράβευση μιας σωστής επώμισης κι ενός υποδειγματικού σουίνγκ, να δοκιμάσουμε να τραβήξουμε τη σκανδάλη και να διαπιστώσουμε ότι το όπλο μας ήταν ασφαλισμένο. Δεν είναι μόνο η επίδειξη γνώσεων της γαλλικής γλώσσας που ακολουθεί συχνά τέτοια περιστατικά, αλλά και η ανάμνηση της αρνητικής αυτής εμπειρίας που μας ακολουθεί για καιρό μετά το συμβάν. Όλως συμπτωματικώς, δε, το περιστατικό διανθίζεται και από εκείνη την παράδοξη βεβαιότητα, ότι η συγκεκριμένη βολή θα ήταν σίγουρα πετυχημένη, λες και δεν έχουμε αστοχήσει ποτέ στη ζωή μας.

Από την εποχή του γεμιστή
Η γέννηση της αυτόματης ασφάλειας χρονολογείται από την περίοδο που οι ευγενείς κυνηγούσαν με γεμιστή. Ο επιφορτισμένος με τη γόμωση και επαναγόμωση του όπλου, στεκόταν συνήθως πίσω και δεξιά από τον κυνηγό ο οποίος επιδίδετο συνήθως σε καρτερίσια κυνήγια, τις περισσότερες φορές σε grouse ή φασιανούς που επαγγελματίες διώκτες έσπρωχναν προς το μέρος του, με αποτέλεσμα να περνάνε πάνω από το κεφάλι του και εκείνος να δοκιμάζει συχνά οριακών αποστάσεων βολές.

Πρόκειται για τα περίφημα driven games της Μεγάλης Βρετανίας. Σε αυτή την περίπτωση, ο κυνηγός ήθελε να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί κανένα ατύχημα την ώρα που οι κάννες του όπλου πέρναγαν κοντά από το πρόσωπό του προωθούμενες προς τον ίδιο από το γεμιστή. Έτσι, προτιμούσε να θυσιάσει λίγο χρόνο απασφαλίζοντας, παρά να μετατρέψει την κυνηγετική απόλαυση σε επικίνδυνη εμπειρία. Όμως το κυνήγι με γεμιστή δεν κληροδότησε στο κυνηγετικό λειόκαννο μόνο την αυτόματη ασφάλεια.

Το σύστημα αυτόματου ανοίγματος (self opener)
Το σύστημα αυτόματου ανοίγματος συναντάται κυρίως σε πλαγιόκαννα δίκαννα, ύψιστης ποιότητας κατασκευής. Συνοδεύεται πάντα από σύστημα αυτόματων εξολκέων και αποστολή του είναι η ταχύτερη δυνατή επαναγόμωση στο πλαγιόκαννο δίκαννο. Ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται το αυτόματο άνοιγμα υπακούει σε πατέντες που χρονολογούνται περίπου έναν αιώνα πίσω. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο.

Το συγκεκριμένο σύστημα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τους κυνηγούς που συνήθιζαν να κυνηγούν με γεμιστή, προκειμένου να μπορούν να του προσφέρουν ανοιχτό το όπλο για να το ξαναγεμίσει. Αυτό συνέβαλλε τόσο στο να κερδίζουν χρόνο στην επαναγόμωση, όσο και σε μια ασφαλέστερη πρακτική κατά την ανταλλαγή του πρώτου και του δεύτερου όπλου (όταν έδιναν το άδειο όπλο για να παραλάβουν κλειστό αλλά ασφαλισμένο το γεμάτο όπλο). Γιατί βέβαια, όλες αυτές οι πρακτικές έβρισκαν την πραγμάτωσή τους με ζευγάρι όπλων (δύο όπλα πανομοιότυπα ως προς το βάρος, το ζύγισμα και τα λοιπά χαρακτηριστικά τους).

Μειονεκτήματα
Στα όπλα με σύστημα αυτόματου ανοίγματος εξέχουσα θέση κατέχουν εκείνα που κατασκευάστηκαν με το σύστημα της κορυφαίας αγγλικής εταιρείας Purdey και εκείνα με το σύστημα της πασίγνωστης φίρμας Holland & Holland. Στα όπλα με σύστημα αυτόματου ανοίγματος, μόλις ο μοχλός ανοίγματος (πεταλούδα) ολοκληρώσει τη διαδρομή του προς τα δεξιά, ανοίγουν τις κάννες τους σε πλήρη διαδρομή προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι αυτόματοι εξολκείς για την απόρριψη των καλύκων και να μπορούν εύκολα να επαναγομωθούν με φυσίγγια.

Βασικά μειονεκτήματα των όπλων με σύστημα αυτόματου ανοίγματος είναι η περιορισμένη επιβάρυνση βάρους της οπλοκατασκευής (επιβάρυνση όμως που εφαρμόζεται πολύ κοντά στο κέντρο βάρος του όπλου και άρα ελάχιστα επηρεάζει το συνολικό ζύγισμα), η μεγαλύτερη ενέργεια (δύναμη) που απαιτείται για το κλείσιμο του όπλου, αφού κατά τη φάση αυτή πρέπει να οπλίσει και το ελατήριο του αυτόματου ανοίγματος (μειονέκτημα που και αυτό ελάχιστα απασχολούσε στην εποχή του γιατί το κλείσιμο του όπλου γινόταν από το γεμιστή και όχι από τον κυνηγό σε ώρα δράσης), και τέλος η σημαντική επιβάρυνση τιμής για την οπλοκατασκευή, γεγονός που ελάχιστα απασχολούσε τους πελάτες τέτοιων όπλων, αφού ούτως ή άλλως το σύστημα αυτόματου ανοίγματος εφαρμοζόταν κατά κανόνα σε πανάκριβα χειροποίητα όπλα. Συνακόλουθα, αυτός που είχε τα χρήματα για να αποκτήσει ένα τέτοιο όπλο δεν θα συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο από το απόλυτο. Το πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να εντυπωσιάζει, αλλά παραμένει εντελώς άχρηστο.

Τα όπλα με μηχανισμό τύπου easy opener
Μία παραλλαγή του συστήματος αυτόματου ανοίγματος (self opener) είναι απλούστερες και σαφώς φτηνότερες κατασκευές των οποίων οι κάννες ανοίγουν και πάλι αυτόματα με τη μετακίνηση του μοχλού ανοίγματος προς τα δεξιά, με έναν μηχανισμό όμως που κυρίως βασίζεται στο ίδιο το βάρος των καννών. Τέτοιους μηχανισμούς συναντάμε συχνά και σε αλληλεπίθετα δίκαννα, και η οικονομική επιβάρυνση που επιφέρουν στη συνολική οπλοκατασκευή είναι σαφώς μικρότερη από ότι στα όπλα αυτόματου ανοίγματος.

Πλεονέκτημά τους είναι ότι στα περισσότερα συστήματα τύπου easy opener, δεν επιβαρύνεται με επιπλέον απαιτούμενη ενέργεια το κλείσιμο του όπλου. Το αρνητικό αυτού του τύπου ανοίγματος είναι ότι δημιουργούν την υποκειμενική αίσθηση στο χρήστη τους ότι τα όπλα αυτά έχουν αρχίσει να αποκτάνε τζόγους στον πίρο (να κουνάνε), λόγω της αίσθησης χαλαρής σύνδεσης των καννών που δίνουν στον ιδιοκτήτη του όπλου.

Η ένδειξη οπλισμού
Ένα επιπλέον σύστημα που αποτελεί παρωχημένο κατάλοιπο άλλων εποχών είναι η περίφημη ένδειξη οπλισμού που ρητά αναφέρεται αναβαθμίζοντας την αξία ενός δίκαννου, κατά την παρουσίασή του. Πρόκειται για τη βασική βίδα της φωτιάς που άλλοτε έχοντας χρυσό ένθετο στην κεντρική αύλακα και άλλοτε δημιουργώντας, αντί αύλακος, μία προεξοχή με έντονη ακμή, υποδεικνύει τη φάση στην οποία βρίσκεται η συγκεκριμένη φωτιά (με οπλισμένη τη σφύρα ή όχι).

Στις μέρες μας, που η επαναγόμωση του όπλου θεωρείται δεδομένη, ακόμη κι αν έχει βληθεί μόνο το ένα από τα δύο φυσίγγια, η μόνη χρήση που διατηρεί η συγκεκριμένη ένδειξη, είναι όταν το όπλο παραμένει αποθηκευμένο στον οπλοβαστό, να μπορούμε να διαπιστώσουμε αν έχουμε ρίξει τη σφύρα εκτονώνοντας τα ελατήρια, προκειμένου αυτά να μην επιβαρυνθούν παραμένοντας για πολύ καιρό οπλισμένα, χρησιμοποιώντας βέβαια τα κατάλληλα φυσίγγια αδρανείας (snap cups).

Τα μεταλλικά οβάλ ένθετα του κοντακιού
Τα γνωστά μεταλλικά ένθετα από ορύχαλκο, χρυσό, αλπακά ή ασήμι, που τοποθετούνται σε καλής ποιότητας όπλα στο κάτω μέρος του κοντακιού ή στο επάνω μέρος (ράχη) όταν το όπλο παραγγέλνεται από ανύπαντρη γυναίκα κυνηγό, πρακτικά ικανοποιούν το ναρκισσισμό του ιδιοκτήτη του όπλου που αισθάνεται την ανάγκη να φαίνεται ως πραγματικός του κάτοχος και να φέρει έτσι η οπλοκατασκευή ένα ψήγμα της δικής του προσωπικότητας.

Στην πράξη μειώνει την τιμή μεταπώλησης του όπλου διότι ο επόμενος κάτοχος πρέπει ή να το αντικαταστήσει με κάποιο κενό οβάλ ένθετο ή με κάποιο νέο ένθετο που θα φέρει το δικό του μονόγραμμα, αφού η σωστή τοποθέτηση του οβάλ ένθετου προϋποθέτει ήπιο σκάψιμο του κοντακιού, προκειμένου η επιφάνεια του οβάλ να είναι ακριβώς στην ίδια επιφάνεια με το κοντάκι (να μην προεξέχει). Ωστόσο, σε όπλα παλιών εποχών που οι ιδιοκτήτες τους ήταν μέλη γνωστών και μεγάλων οικογενειών, τοποθετείτο συχνά το οικόσημο της οικογένειας μαζί με τα αρχικά του κατόχου και αυτό μελλοντικά προσέδιδε επιπλέον αξία στο όπλο, αφού δεν αποκτούσε κανείς απλά ένα όπλο πολύ καλής ποιότητας αλλά και ένα όπλο με επώνυμο και διάσημο προκάτοχο.

Άχρηστα κατάλοιπα
Όλα αυτά τα συστήματα τα συναντάμε σε συνδυασμό ή μεμονωμένα σε αρκετά παλιά καλά όπλα. Εξακολουθούν να επιβαρύνουν την τιμή μεταπώλησης του όπλου, αφού και η αρχική κατασκευή ήταν εξαιτίας τους επιβαρυμένη στην κοστολόγησή της. Στην πράξη, όμως, αποτελούν άχρηστα κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, δεν προσφέρουν κανενός είδους λειτουργικότητα στο όπλο, έτσι όπως χρησιμοποιείται στις μέρες μας και φυσικά δεν αναβαθμίζουν ούτε σε αισθητικό επίπεδο την όλη οπλοκατασκευή.

Προσωπικά θα ήθελα πολύ σ’ αυτές τις «άχρηστες προσθήκες» του λειόκαννου, να προσέθετα και τους αυτομάτους εξολκείς, ένα σύστημα που ελάχιστα προσφέρει στις μέρες μας, αφού ο συγκροτημένος και συνειδητοποιημένος κυνηγός πρέπει να συλλέγει τους άδειους κάλυκες για να μην επιβαρύνει με περιττό πολυαιθυλένιο το οικοσύστημα. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν και ιστορικά αναπόδεικτο και εμπορικά προκλητικό, αφού η πλειονότητα πλαγιόκαννων και αλληλεπίθετων δικάννων που κατασκευάζονται στις μέρες μας είναι με αυτομάτους εξολκείς.

 

 

Χ. Χατζιώτης, 2009, τεύχος Δεκεμβρίου, περιοδικό ΚΥΝΗΓΟΣ & ΦΥΣΗ
Το άρθρο

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας αποδεχτείτε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την πολιτική cookie.

Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε οποιονδήποτε ιστότοπο, ενδέχεται να αποθηκεύει ή να ανακτά πληροφορίες στο πρόγραμμα περιήγησής σας, κυρίως με τη μορφή cookie. Ελέγξτε τις προσωπικές σας υπηρεσίες αναφορικά με τα cookies εδώ.

Αυτά τα cookies είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει ο ιστότοπος και δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί στα συστήματά μας.

Για τη χρήση αυτού του ιστότοπου χρησιμοποιούμε τα παρακάτω cookies που απαιτούνται από τεχνική άποψη
  • wordpress_test_cookie
  • wordpress_logged_in_
  • wordpress_sec

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες