Ο Ποινικός Κώδικας ορίζει ρητά ότι «δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας». Η ρύθμιση αυτή είναι αυτονόητη συνέπεια της αίσθησης αυτοσυντήρησης και της ανάγκης του καθενός να προστατεύσει τον εαυτό του ή και τρίτους από επιθέσεις.
Ο νομικός ορισμός της άμυνας: Άμυνα θεωρείται η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει κάποιος, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.
Από τον ορισμό αυτό προκύπτουν επιγραμματικά κάποιες βασικές αρχές, που ισχύουν στη νόμιμη άμυνα, προκειμένου αυτή να μην τιμωρηθεί:
1) Καταρχάς θα πρέπει η εναντίον μας επίθεση να είναι άδικη και παράνομη, έτσι π.χ. κάποιος που πυροβολεί το δικαστικό κλητήρα, ο οποίος έρχεται να του κατασχέσει πράγματα, δεν είναι σε άμυνα, διότι ο κλητήρας λειτουργεί στο πλαίσιο του Νόμου και κατόπιν εντολής.
2) Έπειτα θα πρέπει άμυνα και επίθεση να ταυτίζονται χρονικά ή τουλάχιστον να είναι πολύ κοντά, έτσι π.χ. αν κάποιος μας πυροβολήσει και φύγει, δεν νοείται να τον βρούμε μετά από μία… εβδομάδα στο καφενείο και να τον πυροβολήσουμε εξ επαφής, ενώ αν για παράδειγμα ο δράστης κυνηγάει το θύμα επί ώρες, η άμυνα είναι δυνατή, για όσο χρόνο υφίσταται αυτή η κατάσταση, διότι εδώ η επίθεση έχει διάρκεια. Επίσης αν το θύμα καταφέρει να αφοπλίσει τον επίδοξο δράστη, η επίθεση λογικά έχει τελειώσει, οπότε αν στη συνέχεια τον σκοτώσει, θα έχει πρόβλημα…
3) Τρίτον και βασικότερο, η άμυνα οφείλει να είναι η αναγκαία, όπως λέει ο Νόμος και εδώ είναι ένα λεπτό σημείο, που μπορεί και δημιουργεί στην πράξη προβλήματα στον αμυνόμενο, διότι αν έχουμε υπέρβαση του αναγκαίου ορίου και μέτρου, η πράξη άμυνας μπορεί να κριθεί ως άδικη και να τιμωρηθεί! Έτσι αν μας επιτεθεί κάποιος με ύβρεις, η άμυνα με… πυροβολισμό προφανώς υπερβαίνει το μέτρο και θα τιμωρηθούμε για ανθρωποκτονία με πρόθεση (ίσως με ελαφρυντικό). Ο Νόμος αναφέρει ορισμένα κριτήρια, με βάση τα οποία θα κριθεί το αναγκαίο μέτρο της άμυνας. Αυτά είναι: η επικινδυνότητα, το είδος, ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης, η βλάβη που επεδίωκε ο επιτιθέμενος και οι λοιπές περιστάσεις.
Όποιος υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, ενώ αν έγινε η υπέρβαση από αμέλεια, με την ποινή που προβλέπεται για το αντίστοιχο έγκλημα εξ αμελείας. Αν όμως η υπέρβαση οφείλεται στο φόβο και την ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, τότε δεν τιμωρείται. Αν για παράδειγμα διαπιστώσει κάποιος ότι μέσα στη νύχτα ότι έχει μπει διαρρήκτης στο σπίτι του και τον πυροβολήσει, ακόμα και αν ο ληστής ήταν άοπλος, τότε με βάση τις περιστάσεις, ο αμυνόμενος θα πρέπει να κριθεί ατιμώρητος, διότι ήταν προφανώς φοβισμένος και δεν μπορούσε μέσα στο σκοτάδι να διακρίνει αν ο εισβολέας οπλοφορούσε ή όχι.
Να σημειωθεί τέλος ότι αν κάποιος προκαλέσει με πρόθεση την επίθεση του άλλου, για να τον πλήξει δήθεν σε κατάσταση άμυνας, τότε θα τιμωρηθεί κανονικά για το έγκλημα (είναι οι γνωστοί και ως προβοκάτορες)…
Επίσης, ο αμυνόμενος μπορεί να τιμωρηθεί για παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Δεν συνιστούν όπλα τα μαχαίρια που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή χρήση, ενώ η κατοχή όπλων είναι γενικά παράνομη, εκτός αν ο κάτοχος έχει εφοδιαστεί με ειδική άδεια από την οικεία αστυνομική Αρχή.
Δεν απαιτείται άδεια για κατοχή αεροβόλου ή ψαροντούφεκου.