Ανάλογα με τον τύπο κυνηγίου που μας ενδιαφέρει επιλέγουμε συνήθως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο όπλο που θα χρησιμοποιήσουμε. Το πρώτο και κύριο στοιχείο που μας απασχολεί είναι οι αναμενόμενες αποστάσεις βολής. Αλλά ένα όπλο μάς αρκεί τελικά ή όχι; Στα δύο άκρα των προβληματισμών μας βρίσκεται συνήθως η μπεκάτσα, το θήραμα που αναμένεται να βληθεί στις κοντινότερες δυνατές αποστάσεις και απαιτεί ένα όπλο τέτοιο που να διορθώνει σκοπευτικά σφάλματα και να προαγάγει την ταχύτερη δυνατή βολή, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται τα υδρόβια και τα περιστεροειδή (φάσσες και τρυγόνια), που κατά κανόνα οι βολές τους γίνονται σε οριακές αποστάσεις.
Πέρα όμως από τα χαρακτηριστικά που έχει ένα όπλο, το μήκος κάννης και τη σύσφιξη των καννών (τσοκάρισμα) που προάγουν αντίστοιχα την ακριβέστερη σκόπευση και το μεγαλύτερο δραστικό βεληνεκές, υπάρχουν και κάποια χαρακτηριστικά που σχετίζονται όχι με τα επιμέρους στοιχεία του όπλου, αλλά με τον τύπο του όπλου που θα χρησιμοποιηθεί. Για παράδειγμα, είναι κοινά παραδεκτό ότι το πλαγιόκαννο δίκαννο βοηθά την ταχεία βολή και αποτελεί την πρώτη λύση εκλογής για κυνήγια με σκύλο φέρμας. Το αλληλεπίθετο δίκαννο από την άλλη μεριά, προσφέρει μεγαλύτερη ακρίβεια στη σκόπευση και υποβοηθά από τη φύση της κατασκευής του το σουίνγκ (την ακολούθηση του θηράματος από τις κάννες).
Τέλος, τα αυτογεμή όπλα (καραμπίνες) διαθέτουν το πλεονέκτημα της τρίτης βολής, μιας σαφώς μεγαλύτερης σκοπευτικής ευθείας σε ίδιο μήκος καννών, λόγω της ιδιαίτερα επιμήκους μπάσκουλας, αλλά όλα αυτά με το κόστος ενός σαφώς υποδεέστερου ζυγίσματος που δημιουργεί συχνά προβλήματα τόσο στην ταχεία επώμιση και βολή, όσο και στις καρτερίσιες τουφεκιές, συγκριτικά πάντα με ένα αντίστοιχο πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο δίκαννο.
Σύμφωνα με όλα αυτά, μπορεί κάποιος να καταλήξει εύκολα στο συμπέρασμα ότι η ιδανική λύση για κάποιον κυνηγό που ασχολείται με πολλά είδη θηραμάτων, είναι ένα πλαγιόκαννο για το κυνήγι με σκύλο φέρμας και ένα αλληλεπίθετο δίκαννο ή ένα αυτογεμές για το καρτέρι. Μία ακόμη πιο εξεζητημένη εκδοχή αυτής της άποψης θα μπορούσε να είναι ένα πλαγιόκαννο δίκαννο για κυνήγι με σκύλο φέρμας, ένα αλληλεπίθετο δίκαννο για καρτερίσια κυνήγια που συνήθως δεν απαιτούν τρίτη βολή και ένα αυτογεμές όπλο για κυνήγια όπως είναι η φάσσα ή το υδρόβιο που η τρίτη βολή αποδεικνύεται συχνά χρήσιμη.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί έμπειροι κυνηγοί εξακολουθούν –ανεξάρτητα με το αν κατέχουν ένα ή περισσότερα όπλα– να κυνηγούν με το ίδιο όπλο σε όλες τις κυνηγετικές εξορμήσεις, σε όλα τα είδη θηραμάτων, μετατρέποντας μόνο τη σύσφιξη της κάννης, σε περίπτωση που το όπλο τους δέχεται εναλλασσόμενες συσφίξεις (τσοκάκια).
Ποια από τις δύο επιλογές είναι η πιο σωστή;
Ιεραρχήστε τις προτεραιότητες
Και σε αυτό το ερώτημα όπως και στα περισσότερα ερωτήματα που σχετίζονται με το κυνηγετικό όπλο, την απάντηση τη δίνει η σωστή ιεράρχηση προτεραιοτήτων.
Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφερθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προβλημάτων από λάθος επιλογές ξεκινούν είτε από μια λαθεμένη ιεράρχηση, είτε από την τάση πολλών συναδέλφων κυνηγών να μεταθέτουν στην τεχνολογία τις λύσεις για τις υποκειμενικές τους δυσκολίες. Αυτό είναι ένα γεγονός που το βιώνουμε όλοι καθημερινά.
Πολύ συχνά αναρωτιέται ένας κυνηγός αν είναι προτιμότερη η χρήση ενός αυτογεμούς με σύστημα αερίων ή με σύστημα αδρανείας, αλλά πολύ σπάνια μπαίνει στον κόπο να επωμίσει σε κάποιο οπλοπωλείο τρία ή τέσσερα διαφορετικά όπλα και των δύο τύπων, προκειμένου να διαπιστώσει ποιο από αυτά είναι πιο κοντά στα μέτρα του. Εξίσου συχνά συναντούμε κυνηγούς που αποζητούν με μοναδική επιμονή το ιδανικό φυσίγγι, ενώ ποτέ τους δεν ασχολήθηκαν με τη βελτίωση των σκοπευτικών τους ικανοτήτων.
Για να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα σχετικά με το όπλο που θα χρησιμοποιήσουμε σε κάθε κυνήγι, πρέπει να προσδιορίσουμε πριν απ’ όλα ποιο είναι το ιδανικό όπλο για έναν κυνηγό. Κατά τη γνώμη μου, το ιδανικό όπλο είναι εκείνο που προσφέρει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο κυνήγι στα χέρια του συγκεκριμένου κυνηγού.
Στις μέρες μας είναι πλέον επιβεβλημένο το κυνήγι να ασκείται με σύνεση και με συναίσθηση των ορίων, αφού, όσο σημαντικό είναι το δικαίωμα σε αυτή την αρχέγονη δραστηριότητα, άλλο τόσο σημαντική για τη διαιώνισή της είναι η λελογισμένη κάρπωση του θηράματος. Ωστόσο, το μέτρο δεν πρέπει να προσδιορίζεται και να διασφαλίζεται από τη χρήση ενός αναποτελεσματικού όπλου, αλλά από τη δική μας εγκράτεια και ευαισθησία.
Για τον κυνηγό είναι πολύ σημαντικό όταν ένα θήραμα φεύγει άτρωτο από τη βολή του, να ξέρει ότι αυτό οφείλεται σε κάποιο σκοπευτικό σφάλμα του και όχι στην ελλιπή αποτελεσματικότητα του όπλου ή των φυσιγγίων του. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε σε κάθε τομέα του κυνηγίου. Για παράδειγμα, ένας κυνηγός με σκύλο φέρμας, μπορεί να απολαύσει την περιήγησή του στη φύση, ακόμη και αν δεν τον οδηγήσει στη συνάντηση με κάποιο θήραμα, αρκεί να ξέρει ότι αυτό οφείλεται στην ανυπαρξία θηραμάτων τη συγκεκριμένη μέρα στο συγκεκριμένο τόπο. Από την άλλη μεριά είναι βασανιστικό να υποψιάζεται κανείς, μην έχοντας εμπιστοσύνη στον σκύλο του, ότι μια τέτοια ημέρα μπορεί να τελείωσε «άδοξα», ενώ ο σκύλος του πέρασε δίπλα από ένα ικανό αριθμό θηραμάτων χωρίς να καταφέρει να τα εντοπίσει.
Το ατού της συνήθειας
Συνήθως το αποτελεσματικότερο όπλο στα χέρια ενός κυνηγού είναι το όπλο εκείνο που έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί. Το όπλο αυτό, ακόμη και αν δεν είναι στα δικά του μέτρα, είναι σαφώς αποτελεσματικότερο από οποιοδήποτε άλλο όπλο. Αν σε έναν κυνηγό πάρουμε το όπλο του και του δώσουμε ένα χειροποίητο όπλο κατασκευασμένο απόλυτα στα μέτρα του, είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα προκειμένου να αποκτήσει την ίδια σκοπευτική δεινότητα που είχε με το δικό του όπλο.
To διάστημα αυτό θα είναι τόσο, όσο χρειάζεται για να διορθώσει το λαθεμένο τρόπο σκόπευσης στον οποίο είχε οδηγηθεί προκειμένου να προσαρμοστεί σε ένα όπλο που δεν ήταν στα μέτρα του, και να αρχίσει να συνηθίζει τη σωστή θέση επώμισης και βολής, προκειμένου να χρησιμοποιήσει μετά από καιρό το καινούριο του όπλο με την ίδια και ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Η διαδικασία της επώμισης και της βολής γίνεται από ένα σημείο και έπειτα αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα η αλλαγή κυνηγετικού όπλου να οδηγεί σε αύξηση των αποτυχημένων βολών ή σε επιμήκυνση του χρόνου σκόπευσης με συνακόλουθη καθυστέρηση της βολής. Το μειονέκτημα αυτό ιεραρχικά είναι πολύ υψηλότερο από το πλεονέκτημα που προσφέρει ένα όπλο με ιδανικά χαρακτηριστικά για τον α ή β τύπο κυνηγίου.
Σήμερα που οι δυνατότητες των εναλλασσόμενων συσφίξεων (τσοκ) καλύπτουν μια γκάμα από τα θηράματα εκείνα που απαιτούν την κοντινότερη απόσταση βολής μέχρι εκείνα των ακραίων αποστάσεων, είναι μάλλον επιζήμιο για την αποτελεσματικότητα του κυνηγίου να αλλάζουμε όπλο ανάλογα με τον τύπο κυνηγίου που θα πραγματοποιήσουμε.
Πηγή: Κυνηγός & Φύση